Κοινωνία
Κάπου στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου, κυκλοφόρησε η είδηση, ότι το BBC, σε συνεργασία με το NETFLIX, ετοιμάζουν μια τηλεοπτική σειρά με τίτλο «Troy : Fall of a city» (Τροία : Η πτώση μιας πόλης). Μαζί με την είδηση, το BBC έδωσε στη δημοσιότητα κάποιες φωτογραφίες των πρωταγωνιστών και ορισμένες πληροφορίες για την υπόθεση.
Από το εκτενές διήγημά του «Οι Χαλασοχώρηδες» (πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα «Ακρόπολις» 12-22 Αυγούστου 1892). Σ' αυτό καταγράφει τα εκλογικά ήθη της εποχής, την υφαρπαγή ψήφων με υποσχέσεις, ρουσφέτια, εκβιασμούς, περιγράφοντας παράλληλα κομματάρχες και υποψήφιους βουλευτές.
Πιστεύουμε στα περισσότερα απ’ όσα πιστεύουμε σε σχέση με τον κόσμο, επειδή μας τα έχουν πει κάποιοι άλλοι. Η αποδοχή της αυθεντίας των ειδικών, και της μαρτυρίας συνηθισμένων ανθρώπων είναι, το υλικό από το οποίο παράγονται κοσμοαντιλήψεις. Μάλιστα, όσο περισσότερο μορφωμένοι γινόμαστε, τόσο περισσότερο τα πιστεύω μας έρχονται από δεύτερο χέρι.
Δεν ήτον δρόμος πλέον περαστικός εις όλον το χωρίον. Αδύνατον να μην επερνούσε κανείς απ' εκεί όστις θα ανέβαινεν εις την επάνω ενορίαν ή όστις θα κατέβαινεν εις την κάτω. Λιθόστρωτον ανηφορικόν, από κάτω απ' της Σταματρίζαινας το σπίτι έως επάνω εις τον ναόν της Παναγίας της Σαλονικιάς.
Ουρά. Πρόσωπα εκνευρισμένα, κορμιά σκυφτά, βαριεστημένα. Περιμένοντας να διευθετήσουν τις υποχρεώσεις τους, τις οφειλές, τις εκκρεμότητες σε έναν κόσμο πλασμένο για ενήλικες. Ανοίγω την πόρτα. Βλέπω την ουρά και διστάζω.
Το προηγούμενο βράδυ είχα επιτέλους λάβει την απόφαση πως την επομένη θα πραγματοποιούσα την αγορά των χριστουγεννιάτικων δώρων για τα πολύ κοντινά μου πρόσωπα. Οι ημέρες πλησίαζαν και η χαρά μου μεγάλωνε που το πνεύμα των Χριστουγέννων άγγιζε με το τρυφερό του χέρι τις ψυχές των ανθρώπων, μαζί με αυτών και τη δική μου.
Aν άρχιζε ο Θεός μια μέρα να μετράει όσα έφτιαξε,
άστρα, πουλιά, σπόρους, βροχές, μητέρες, λόφους,
θα τέλειωνε ίσως κάποτε.
ΗΤΑΝΕ μεσημέρι. Ο γαιοκτήμονας Βόλντιρεφ, ένας ψηλός γεμάτος άντρας με κουρασμένο κεφάλι και γουρλωμένα μάτια, έβγαλε το πανωφόρι του, σκούπισε το μέτωπό του μ' ένα μεταξωτό μαντίλι και κάπως άτολμα μπήκε στην αίθουσα όπου ήταν τα γραφεία. Τρίζαν οι πένες...
Ανεβαίνει τη Λαγκαδά από το δεξί πεζοδρόμιο. Μισοκρυμμένη στο σκοτάδι περπατάει με το κεφάλι σκυφτό, αργά, ανασαίνοντας την υγρασία της νύχτας. Πού και πού το αγιάζι τινάζει σαν μικρό επιτόπιο ηλεκτροσόκ τον αφύλακτο σβέρκο της και τότε ισιώνει πλάτη και κεφάλι να τον καλύψει με το κοντό καρεδάκι.