Οι σέξι καλόγριες κι ο δικός μας καλόγερος!

Οι σέξι καλόγριες κι ο δικός μας καλόγερος!

Από το στρατό στο Άγιον Όρος κι από εκεί στον Νίκο Καζαντζάκη και τις φετιχιστικές πορνοταινίες με φιλήδονες καλόγριες. Όχημα, η νταλίκα του Μίλτου...

Τέτοιος καιρός ήταν. Καθόμουν με τον Φώτη έξω από τον καφενέ του Μπάφα κι οι περαστικοί που μας γνώριζαν, μας εύχονταν «καλοί πολίτες». Ό,τι είχαμε απολυθεί από φαντάροι και νομίζαμε πως τέλειωσαν τα δύσκολα κι ανοίγεται μπροστά μας η μεγάλη ζωή. Τρέχα γύρευε. Τώρα που το σκέφτομαι, εκείνα του στρατού, ήταν τα τελευταία ξένοιαστα χρόνια μας. Τα δικά μου, δηλαδή, γιατί ο Φώτης δεν έβαζε και δεν βάζει ποτέ έγνοιες στο κεφάλι του.

Ρουφώντας τους αφρούς από τους φραπέδες με τα καλαμάκια, είδαμε να έρχεται προς το μέρος μας ένας πρωτοξάδερφος του Φώτη, ο Μήτσος ο Χλιβερός, που όλοι τον φωνάζαμε «Θλιβερό», τόσο εξαιτίας τις εύκολης παράφρασης του επωνύμου του, όσο κι επειδή ...τέτοιος ήταν. Μίζερος και γκρινιάρης από παιδί. Ίσως ήταν κι αυτός ένας βασικός λόγος που ποτέ δεν έγινε μέλος της παρέας μας, παρότι τα σπίτια μας και τα χρόνια μας δεν απείχαν και πολύ. Ένα χρόνο μικρότερος ήταν ο Θλιβερός, αλλά με τις γκριμάτσες που έκανε, έμοιαζε 50 χρόνια μεγαλύτερος, γέρος, κουρασμένος κι άρρωστος. Δεν ήταν...

Μαζί του κάναμε υποχρεωτικά περισσότερη παρέα στο στρατό, καθώς εξαιτίας του ίδιου «βύσματος» (που ήταν περισσότερο δικό μου), βρεθήκαμε να υπηρετούμε στην ίδια μονάδα. Ο Θλιβερός πήγε φαντάρος αμέσως μόλις έκλεισε τα 18, επειδή δεν τα πολυέπαιρνε τα γράμματα και ο πατέρας του τον είχε σταματήσει από το σχολείο μόλις έβγαλε -με το ζόρι- το Γυμνάσιο, κάνοντας από δυο φορές τη Δευτέρα και την Τρίτη. «Θα πάω φαντάρος να ξεμπερδεύω», έλεγε κι ας μην είχε τίποτα να μπερδευτεί μετά, αφού απολυόταν. Εγώ με τον Φώτη παρουσιαστήκαμε στα 19. Πρώτα ο Φώτης, μετά εγώ, μαζί με τον Θλιβερό, με τον οποίο ήμασταν «σειρούλες». Έτσι με φώναζε, «σειρούλα», έτσι τον φώναζα κι εγώ, «σειρούλα», παρότι δεν το ένιωθα πως είχα κοινά σημεία μαζί του. Ένεκα η ανάγκη. Ο Θλιβερός ήταν ήδη καψιμιτζής και μάλιστα είχε πάρει προαγωγή για τη Λέσχη Αξιωματικών όταν πήρα κι εγώ μετάθεση στη μονάδα που υπηρετούσε και στην οποία μετά από καιρό μας ήρθε και ο Φώτης. Να μην τα πολυλογώ, επειδή οι δυο τους ήταν πρώτα ξαδέρφια, επειδή κι οι τρεις ήμασταν μια γειτονιά κι επειδή εγώ κι ο Φώτης τον είχαμε ανάγκη για να μας βάζει στην άκρη κανένα φρέσκο σάντουιτς «Στεργίου», τον κάναμε παρέα στη μονάδα.

Όταν μας πλησίασε στον καφενέ, μας φάνηκε περίεργος. Πιο περίεργος από ό,τι ήταν πριν δηλαδή... Η μιζέρια που εξέπεμπε, παρέμενε η ίδια. Το ίδιο κι εκείνες οι απογοητευμένες γκριμάτσες, οι σκυμμένοι ώμοι, το κουρασμένο βάδισμα. Τι είχε αλλάξει; Τα χρώματα! Ο Θλιβερός ήταν ...όσο πιο θλιβερός γινόταν ντυμένος από την κορφή ως τα νύχια στα μαύρα, μέσα στο κατακαλόκαιρο. «Τι έγινε, ρε Θλιβερέ; Δεν άκουσα από το πρωί να πέθανε κανένας. Γιατί μαυροφορέθηκες; Για μοιριολογίστρα πας;», τον ρώτησε ο Φώτης κι εκείνος, αφού πρόλαβε να φτιάξει στη μούρη του μια ακόμα πιο απογοητευμένη γκριμάτσα από τη φυσική του, μας έριξε την καμπάνα: «Όλοι πεθαμένοι είμαστε. Κι όλοι θα ξαναγεννηθούμε από τα μέσα μας, με τη δύναμη του Κυρίου»!

Άλλο πάλι και τούτο. Ο Θλιβερός την είχε «ψωνίσει» με τα θεία κι οι δυο μας βάλαμε με το νου μας τι είχε συμβεί. «Εκείνος ο πειραγμένος ο Αχιλλέας σε έμαθε να τα λες αυτά, ρε χάχα;», του «χώθηκε» ο Φώτης. Τόσο αυτός όσο κι εγώ, ξέραμε από πρώτο χέρι τι πλύση εγκεφάλου έκανε εκείνος ο έφεδρος σμηνίας, ο Αχιλλέας, στους υπόλοιπους φαντάρους. Έριχνε τα δίχτυα του κι ό,τι έπιανε. Ξεκίναγε πρώτα μοιράζοντας εικόνες Αγίων, που στην πίσω όψη έγραφαν τον βίο τους και κάποια προσευχή. Αυτές τις έδινε σε όσους άφηνε στις σκοπιές, καθώς ως οπλουργός, είχε αναλάβει και καθήκοντα υπαξιωματικού φρουράς και έκανε τις αλλαγές των σκοπών. Εκείνο που ξέραμε όλοι, ήταν πως όταν ήταν «Αλλαγής» ο Αχιλλέας, όσοι φύλαγαν «γερμανικό νούμερο» 2-4:30 τη νύχτα, δεν επέστρεφαν στο θάλαμο ποτέ πριν τις 6 το πρωί. Ο Αχιλλέας, που ζούσε τρώγοντας μόνο φουντούκια, το έριχνε στην προσευχή μετά την αλλαγή στις 2 τη νύχτα, τον έπαιρνε ο ύπνος κατά τις 3 και μετά δεν είχε σηκωμό για να κάνει την αλλαγή των 4:30.

Σε όσους δεν τον γ@μωσταύριζαν που τους παράταγε στη σκοπιά με τις ώρες και με μόνη συντροφιά τις χάρτινες εικόνες με τους βίους των Αγίων, ο Αχιλλέας προχωρούσε στο δεύτερο βήμα προσηλυτισμού. Θρησκευτικά βιβλία. Εμένα μου είχε δώσει ένα με τον Κοσμά τον Αιτωλό που έγραφε για τα «άλαλα και τα μπάλαλα». Εκείνη την περίοδο θυμάμαι πως είχα διαβάσει διαδοχικά τον ασύγκριτο «Καπετάν Μιχάλη» και τη γεμάτη νοήματα «Αναφορά στον Γκρέκο» του Νίκου Καζαντζάκη και του Αχιλλέα του είχε κακοφανεί που όταν του γύρισα πίσω τον Κοσμά τον Αιτωλό, του είπα να ανοίξει κανένα πραγματικό βιβλίο να ξεστραβωθεί. «Αυτός είναι αφορισμένος», μου είπε και του απάντησα «δεν με νοιάζει, ο "Καπετάν Μιχάλης" είναι το καλύτερο βιβλίο που έχω διαβάσει ποτέ». Και παραμένει...

Σε όσους έπιανε το τρικ με τον Κοσμά τον Αιτωλό κι έχαναν την μπάλα μαζί με τα άλαλα και τα μπάλαλα, ο Αχιλλέας περνούσε στο τρίτο μέρος του σχεδίου. Στις εξόδους, τους τραβολόγαγε σε έναν παπά που έκανε, λέει, εξορκισμούς. Όσοι έβλεπαν το σόου, ήταν πλέον στο άρμα του Αχιλλέα, έτοιμοι να απαρνηθούν τα εγκόσμια. Τα οποία λίγο έλειψε να εγκαταλείψει για άλλους λόγους ο Αχιλλέας, όταν μια φορά ξέχασε τον Φώτη σε «γερμανικό νούμερο» από τις 2 τη νύχτα μέχρι τις 7 το πρωί. Όταν εμφανίστηκε μπροστά του για την καθυστερημένη αλλαγή, ο Φώτης τον άρπαξε από το λαιμό και του έσουρε τόσα καντήλια, που δεν τα είχε δει ούτε στη Μεγαλόχαρη στην Τήνο.

Μόλις απολύθηκε, ο Αχιλλέας τράβηξε κατά το Άγιο Όρος κι έγινε καλόγερος. Καιρό αργότερα, τον είδα σε μια εκπομπή του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου, με μούσι ίσαμε τον αφαλό και αλλαγμένο όνομα. Πλέον δεν λεγόταν Αχιλλέας, αλλά Αμβρόσιος ή Νικόδημος ή ...Τα Μπρούλια-Μου-Κουνιούνται ή κάπως έτσι. Ακριβώς πίσω του, με σαφώς «νεότερο» μούσι στεκόταν μια γνωστή, μίζερη, απογοητευμένη φάτσα. Ο μοναχός Ονούφριος. Ίδιος ο Θλιβερός ήταν...

Αυτό μας είχε ανακοινώσει μέσες-άκρες εκείνο το απόγευμα έξω από τον καφενέ του Μπάφα. Ότι θα πήγαινε «στο βουνό», όπως είπε αρχικά. «Το ήξερα πως κάποια στιγμή θα έπαιρνες τα βουνά», τον πρόγκηξε ο Φώτης, πριν του διευκρινίσω πως «ο Μήτσος μάλλον εννοεί το Άγιον Όρος». Αυτό εννοούσε. «Άμα γίνει καλόγερος ο Μήτσος, θα πάω κι εγώ στο Άγιον Όρος. Δεν θα αφήσω καλόγρια για καλόγρια», μου δήλωσε ο Φώτης κι έμεινα να τον κοιτάζω ως συνήθως με ανοικτό το στόμα και με τον κίνδυνο κάποιο ξαφνικό, κρύο ρεύμα από τη Μουργκάνα να μου προκαλέσει οξεία αμυγδαλίτιδα. «Σπάστα και ξαναρίχτα», του είπα όταν κατάφερα να συνέλθω από το σοκ. «Όπως εκείνη την τσόντα, ρε Μιλτάκο, που βλέπαμε στη μονάδα όταν δεν είχε υπηρεσία ο πειραγμένος ο καλόγερος. Που ήταν εκείνοι οι στρατιώτες και μπήκαν στο μοναστήρι και κανόνισαν όλες τις καλόγριες. Τι γκόμενες κι αυτές, ε; Με τις κάλτσες και με τις ...ζαρντινιέρες»!!!

Ο Φώτης νόμιζε πως στα μοναστήρια γίνονται όσα έβλεπε στις τσόντες (ενώ στην πραγματικότητα μπορεί να γίνονται και χειρότερα...). Επίσης, νόμιζε πως οι καλόγριες είναι κορμάρες πρόθυμες για όλα και φοράνε ...ζαρντινιέρες. Ή ανθοκήπια. Και, φυσικά, δεν είχε ακούσει ποτέ τίποτα για το «άβατον» του Αγίου Όρους. «Αν πας εκεί, Φωτάκη, το πιο πιθανό είναι να παίξεις εσύ το ρόλο της καλόγριας», του είπα και του εξήγησα τι σημαίνει «άβατον». Ωστόσο, ο Φώτης πάντα είχε τον τελευταίο λόγο: «Καλά, δεν πάω στο Άγιον Όρος που έχει μόνο καλόγερους. Θα πάω σε μοναστήρι με καλόγριες».

Δεν πήγε...

Μέχρι να πάει ο Φώτης στο Άγιον Όρος και να βρει καλόγρια, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications.gr) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου. Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.