Οδυσσέας Ελύτης | Άσμα ηρωικό και πένθιμο
Στ΄
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε.
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Σεφέρης: «Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα...»
Τ’ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ’ ασφοδίλια
το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου
χρυσά· τ’ άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ’ άστρο ο Αλδεβαράν.
Ν. Καζαντζάκης: «Πειθαρχία, να η Ανώτατη αρετή...»
Ήσυχα, καθαρά, κοιτάζω τον κόσμο και λέω: ‘Όλα τούτα πού θωρώ, γρικώ, γεύουμαι, οσφραίνουμαι κι αγγίζω είναι πλάσματα τού νου μου.
Ο ήλιος ανεβαίνει, κατεβαίνει μέσα στο κρανίο μου. Στο Ένα μελίγγι μου ανατέλνει ο ήλιος, στο άλλο βασιλεύει ο ήλιος.
Τ άστρα λάμπουν μέσα στο μυαλό μου, οι Ιδέες, οι άνθρωποι και τα ζώα βόσκουν μέσα στο λιγόχρονο κεφάλι μου, τραγούδια και κλάματα γιομώνουν τα στρουφιχτά κοχύλια των αυτιών μου και τρικυμίζουν μια στιγμή τον αγέρα.
Γιώργος Σεφέρης: Σε κοίταζα μ’ όλο το φως και το σκοτάδι που έχω...
ΙΑ΄
Η θάλασσα που ονομάζουν γαλήνη
πλεούμενα κι άσπρα πανιά
μπάτης από τα πεύκα και τ’ Όρος της Αίγινας
λαχανιασμένη ανάσα∙
Λέοναρντ Κόεν | Για τη Μ.
Ξενύχτησα για να σε δω να κοιμάσαι
Ορισμένα πρόσωπα σβήνουν στον ύπνο
Τα στόματα χωλαίνουν
Φευγάτα μάτια αφήνουν πίσω πτώματα
Ίσως θα μπορούσα να σου 'χω πει αντίο
Νίκου Καββαδία, «Αντινομία»
Ο έρωτάς σου μια πληγή και τρεις κραυγές.
Στα κόντρα σκούζει ο μακαράς καθώς τεζάρει.
Θαλασσοκόρη του βυθού —χίλιες οργιές—
του Ποσειδώνα εγώ σε κέρδισα στο ζάρι.
Αλέξανδρος Παναγούλης | Ιθάκη
Οδυσσέα σαν βγήκες στην Ιθάκη
τι δυστυχία θάνιωσες
Αφού κι άλλη ζωή μπροστά σου είχες
γιατί τόσο νωρίς να φτάσεις;
Ανδρέας Λασκαράτος | Στο Καλοκαίρι
Καλοκαίρι σε λένε ειρωνικώς.
Κακοκαίρι ήθελ' είναι το όνομά σου.
Εσύ μας καις, μας ψένεις ανηλεώς.
Και ξεραίνεις τη Γη με τη φωτιά σου
Δημήτρης Λάγιος | Να κλαις
Πώς να βγω από ένα κύκλο μαύρο
που ’χει τη ζωή μου χρωματίσει;
Στο βυθό με παίρνει και στη δύση,
δε μ’ αφήνει την τροχιά μου νά ’βρω.
Ε.Ε. Cummings | Κρατώ την καρδιά σου
Κρατώ την καρδιά σου μαζί μου
-την κρατώ μες στην καρδιά μου-
δεν την αποχωρίζομαι ποτέ
-όπου κι αν πάω πηγαίνεις κι εσύ, καλή μου..
Νικηφόρος Βρεττάκος | Η ποίηση κι η ζωή
Δεν τελειώνει η ποίηση, όπως
κι’ ο ουρανός δεν τελειώνει. Όπως οι ώρες του Θεού
κ’ οι στροφές του πλανήτη μας. Οι ανταύγειες της
ζωής,
Το γράμμα της Μάργκαρετ Άτγουντ στον νεότερο εαυτό της
Το 1955 ήμουν δεκάξι και ζούσα στον Καναδά. Ήταν η εποχή του Έλβις Πρίσλεϊ, του ροκ εν ρολ, με τις φουσκωτές φούστες, τα σκαρπίνια, τους επίσημους σχολικούς χορούς και τα έξωμα φορέματα – παρότι ποτέ δεν μου πολυάρεσαν. Ίσως να ακουστεί παράξενο, αλλά στην τελευταία τάξη του σχολείου, μαζί με την παρτενέρ μου, τη Σάλι, εκπροσωπήσαμε το σχολείο μας ανοίγοντας τον διαγωνισμό Κονσούμερς Γκας Μις Χομέικερς. Έπρεπε να φτιάξουμε μια ψητή πατάτα στο γκάζι και να σιδερώσουμε ένα πουκάμισο με σίδερο γκαζιού. Δεν κερδίσαμε, αλλά πήραμε κάποια πολύ χαριτωμένα βραχιολάκια με γούρια.